- προγόνη
- προγόνηabaviafem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγόνη — ἡ, Α (σπάν. τ. θηλ.) βλ. προγονός … Dictionary of Greek
Σταχτοπούτα — Ηρωίδα λαϊκού παραμυθιού, προγονή κακιάς μητριάς η οποία τη βασάνιζε με βαριές οικιακές εργασίες. Η Σ., κατά το παραμύθι, συνήθιζε να κάθεται κοντά στο τζάκι, λερωμένη με στάχτες, γεγονός από το οποίο πήρε και το όνομά της. Ο βασιλιάς της χώρας… … Dictionary of Greek
προγονός — ο, θηλ. προγονή, Ν παιδί τού ενός από τους δύο συζύγους από προηγούμενο γάμο σε σχέση με τον νέο ή τη νέα σύζυγο, προγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μποαρνέ — (Beauharnais). Οικογένεια Γάλλων ευγενών από την Ορλεάνη· ο κλάδος που εγκαταστάθηκε στη Μαρτινίκα έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. 1. Αλεξάντρ (Μαρτινίκα 1760 – Παρίσι 1794). Παντρεύτηκε το 1779 τη Μαρί Ζοζέφ Ροζ Τασέ… … Dictionary of Greek
Ναμπόκοφ, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς — (Vladimir Vladimirovich Nabokov, Αγία Πετρούπολη 1899 – Σουηδία 1977). Ρώσος συγγραφέας με αμερικανική ιθαγένεια. Γιος γνωστού φιλελεύθερου πολιτικού, εγκατέλειψε τη Ρωσία εξαιτίας της Επανάστασης και έζησε στο Βερολίνο, στο Παρίσι και κατόπιν… … Dictionary of Greek
Πομπήιος — I Όνομα ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων με τρεις διαφορετικούς κλάδους. Το 141 π.Χ. η οικογένεια έγινε «ευγενής». 1. Γναίος Πομπήιος Στράβων. Στρατηγός, που ως ύπατος έκανε επιτυχή εκστρατεία στον Κοινωνικό ή Συμμαχικό Πόλεμο. Ψήφισε τον Πομπήιο… … Dictionary of Greek
ԽՈՐԹ — (ոյ, ոց կամ ից, կամ ու, ուց.) NBH 1 0974 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. πρόγονος, προγόνη privignus, na. Որ չէ բուն եւ հարազատ որդի. զաւակ օտարի՝ ոդիացեալ ումեք ʼի պատճառս ծնողին իւրոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)